- στράταν
- στράτᾱν , στρατάω% 2imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)στράτᾱν , στρατάω% 2imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στράτα — η, ΝΜΑ στρωμένη οδός, δρόμος νεοελλ. 1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα» ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι) 2. μτφ. τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.) 3. στρατούλα, περπατούρα 4. φρ. α) «κάνω στράτα ή στράτες»… … Dictionary of Greek
ρουθούνι — το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος τής μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ ἀρθούνια μου στὴν στράταν»,… … Dictionary of Greek